γιατροσόφι

γιατροσόφι
και ιατροσόφι, το (Μ ἰατροσόφιον)
1. λαϊκό βιβλίο εμπειρικής ιατρικής που περιέχει κυρίως συλλογή συνταγών εμπειρικών φαρμάκων και άλλη παρόμοια ύλη όπως εξορκισμούς, ερμηνείες ονείρων κ.λπ.
2. συνήθ. στον πληθ. τα γιατροσόφια
τρόπος εμπειρικής θεραπείας νόσων ή τραυμάτων
3. πρακτικό εμπειρικό φάρμακο που ο τρόπος παρασκευής του τηρείται συνήθως μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιατροσόφι < μσν. ιατροσόφιον < ιατρός + σοφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γιατροσόφι — το 1. εμπειρικός τρόπος θεραπείας: Έμαθε πολλά γιατροσόφια από τη γιαγιά της. 2. πρακτικό φάρμακο που παρασκευάζεται με παλιά προφορική συνταγή: Ξέρω ένα γιατροσόφι για τον πονόλαιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • ιατροσόφι — το (Μ ἰατροσόφιον) βλ. γιατροσόφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”